Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

του Βάσου Α. Κουντουρίδη

Η γλυπτική στην οικογένεια του Βασιλείου αποτελεί παράδοση. Ο πάππος του από την μητέρα του, Ιωάννης Λαμπαδίτης, ήταν Τήνιος γλυπτής. Ο πατέρας του που καταγόταν από την Εύβοια, είχε βιοτεχνία μαρμάρων και ήταν και ο ίδιος μαρμαρογλύπτης. Έτσι δεν είναι διόλου περίεργο γιατί κι’ αυτός ακολού¬θησε την τέχνη του γλύπτου. Από τότε του γεννήθηκε, το 1917 στην Αθήνα και μέχρι την ημέρα του θανάτου του, έζησε κοντά στο μάρμαρο, σ’ αυτό το ευγενι¬κό αλλά και σκληρό υλικό, είδε και γνώρισε τις δυσκολίες του, συναδελφώθηκε όμως μαζί του μια και ήταν ο μοναδικός του φίλος στα παιδικά του όνειρα. Οι δυσκολίες έγιναν παιγνίδι, έγιναν καθημερινή χαρά, κι’ όταν στα δεκαπέντε του χρόνια άρχισε να παίρνει μαθήματα σχεδίου από τον ζωγράφο Βάσο Γερ¬μένη, τότε ένοιωσε την ανάγκη να δώσει και στο μάρμαρο κάποια συγκεκριμέ¬νη φόρμα και ν’ αγαπήσει ακόμη περισσότερο το μάρμαρο στα παιδικά του δημιουργήματα.

Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο, δεν έδωσε αμέσως εξετάσεις στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά αργότερα, το 1936. Το 1940, σπουδαστής ακόμη, και στρατευμένος, παντρεύτηκε την Ηλέκτρα Παπαθανασίου, από την οποία απέκτησε ένα κορίτσι, κι η οποία με την μόρφωση της και το διαλεκτό ψυχικό της κόσμο, του χάρισε την πνευματική ηρεμία που χρειαζόταν για να αφοσιω¬θεί απερίσπαστος στο δημιουργικό του έργο.

Τα σπουδαστικά του χρόνια πέρασαν δύσκολα, όπως για όλους τους Έλληνες, αφού τα περισσότερα συμπίπτουν με τα χρόνια της Κατοχής της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Στην πιο κρίσιμη στιγμή της περιόδου αυτής, το 1944, όταν είχε αρχίσει να χαράζει η αυγή της ελευθερίας, απεφοίτησε από την Σχολή, έχοντας πάρει διακρίσεις: δύο επαίνους γυμνού, βραβείο ημίγυμνου και βραβείο γλυπτικής σύνθεσης, ένα χάρισμα που το διατήρησε στα έργα του. Την έμφυτη κλίση του προς την γλυπτική εβοήθησε πολύ ο δάσκαλος του, νατουραλιστής γλύπτης Κώστας Δημητριάδης, ο οποίος του εδραίωσε την πεποίθηση ότι κάθε γλυπτό πρέπει να είναι τέλεια σχεδιασμένο για να μπορέσει να σταθεί και ν’ αντέξει στις διάφορες μεταβολές κι’ αφαιρέσεις, που τυχόν θα δεχθεί.

Μετά την αποφοίτηση του από τη Σχολή, η σεμνότητα του τον κράτησε μακριά από δημόσιες εκδηλώσεις. Εργάστηκε αθόρυβα κι’ ακούραστα και με ρεαλιστική διάθεση αναζήτησε το δρόμο του για να πρωτοεμφανιστεί το 1949 στον «Παρνασσό» σε μια ομαδική έκθεση. Από τότε έλαβε μέρος σε πολλές ομαδικές και Πανελλήνιες εκθέσεις και στο εξωτερικό στην ΒΙΕΝΝΑLE Αλεξανδρείας το 1961, στο Βουκουρέστι και στην Άγκυρα το 1962, στις εκθέ¬σεις Ευβοέων Καλλιτεχνών το 1962 και το 1965, στην ΒΙΕΝΝΑLE Γλυπτικής της Κοινότητας Φιλοθέης το 1966, στην Διεθνή Έκθεση Μεταλλίων το 1966,

στην πλωτή έκθεση στο Υπερωκεάνειο «Βασίλισσα Άννα-Μαρία» το 1967, που παρουσιάστηκε στον Πειραιά και στην Νέα Υόρκη, στο Αμερικάνικο Κολλέγιο Αθηνών το 1973, στην Διεθνή Έκθεση Ζωγραφικής-Γλυπτικής-Χαρακτικής στο Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο Αθηνών το 1976, στις ομαδικές εκθέσεις Ελλή¬νων και Ξένων Καλλιτεχνών της Διεθνούς Ένωσης Καλών Τεχνών Ι.Α.G. το 1979, το 1982 και το 1984, πάντοτε με ανανεωμένη εργασία που έδειχνε τη διαρκή αναζήτηση κι ανησυχία του.

Από μια φυσική ανάγκη ζήτησε την απλοποίηση της φόρμας. Άφησε τη ρεα¬λιστική παράσταση και ακολούθησε την αφαιρετική, όπου έδωσε προβάδισμα στην ευθεία γραμμή με ανεπαίσθητες, ελάχιστες ή και καθόλου καμπύλες γραμ¬μές για να καταλήξει στην αφηρημένη, όπου, αντίθετα από την αφαιρετική του απαντούμε μόνο την καμπύλη γραμμή.

Η επιθυμία του να πλουτίσει τις γνώσεις του, τον έφερε το 1954 στο Λονδίνο, όπου εργάσθηκε στην CAMBERWELL SCHOOL OF ARTS, κοντά στο διάση¬μο γλύπτη και καθηγητή αείμνηστο Δρα Vogel. Το 1955 επέστρεψε στην Αθήνα και διορίστηκε επιμελητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, αρχικά στην έδρα της Πλαστικής, που κατείχε ο γλύπτης Αντώ¬νης Σώχος, αργότερα δε, το 1965, στην έδρα της Ζωγραφικής, που κατείχε ο Ζωγράφος Ν. Εγγονόπουλος. Το 1968, το ίδρυμα του Πολυτεχνείου του εχορήγησε εκπαιδευτική άδεια για το Λονδίνο, όπου είχε την ευκαιρία να παρακο¬λουθήσει τις νέες εκπαιδευτικές μεθόδους και τάσεις στη γλυπτική στα αγγλικά Πολυτεχνεία. Για τον ίδιο σκοπό και προορισμό έτυχε και νέας εκπαιδευτικής άδειας το 1969.

Έργα του έχουν στηθεί σε δημόσιους χώρους. Μεταξύ αυτών αναφέρουμε τους ανδριάντες του νομοθέτη Ν. Δημητρακόπουλου στην Καρύταινα Γορτυνίας και του ήρωα του ’21 Παπανίκα στην Καστανιά Κορινθίας, το θηλυκό ελάφι στην είσοδο του λιμανιού της Ρόδου, όπου βρίσκονται επίσης προτομές του Ελευθερίου και του Σοφοκλή Βενιζέλου, τις προτομές του Αλεξάνδρου Παπα¬διαμάντη, του πρώτου ανατόμου βέλγου καθηγητή Ανδρέα Βεζάλ στη Ζάκυνθο, το Μνημείο Κυπριακής Αντίστασης που είναι στημένο στην κορυφή του λόφου Παλαιοχωρίου Λευκωσίας, τον ανδριάντα του ήρωα του ’21 Μητροπολίτη Κωνστάντιου στην Κομοτηνή και άλλα. Επίσης με έργα του αφαιρετικά ή αφη¬ρημένα στα οποία μεταχειρίστηκε διάφορα υλικά, όπως η τερακότα, το σίδερο ή το τσιμέντο συνδυασμένο με μωσαϊκό και σμάλτο, διακόσμησε πολλών κατοι¬κιών τις εισόδους ή τους εσωτερικούς χώρους.

Αναφερόμενοι στα έργα του Βασιλείου θα πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα στο Μνημείο της Κυπριακής Αντίστασης. Η γυναικεία καθιστή μορφή της μάνας που παριστάνει, έχει μια καρτερική αποφασιστικότητα και σοβαρή έκφραση, που εκδηλώνει την ηρωική ψυχή του Κυπριακού Λαού, ν’ αντισταθεί στα δεινά που του επιφύλαξε η μοίρα. Το κτίσιμο της φόρμας είναι δυνατό, γεροδεμένο και λιτό, που ταιριάζει σ’ έναν απλοϊκό άνθρωπο, στον οποίο λογα¬ριάζεται περισσότερο η δύναμη της ψυχής παρά η εξωτερική εμφάνιση. Το σώμα είναι στητό και μεστό, σχεδόν αθλητικό, το δεξί χέρι ακουμπά στο δεξί γόνατο, με σφιγμένη τη γροθιά, και το πρόσωπο με σφιγμένα τα χείλη και τα

μάτια να κοιτάζουν σοβαρά κι’ αποφασιστικά στο βάθος του ορίζοντα, φαίνεται ν’ απαντά στους πόθους της ψυχής του, για μια ελεύθερη ζωή όσο ακριβοπλη¬ρωμένη κι' αν τύχει να ’ναι αυτή. Το όλο έργο επιβάλλεται από την τελειότητα της κατασκευής του κι’ από την εντύπωση της γνησιότητας που μας αφήνει.

Εξετάζοντας την πορεία της εργασίας του Βασιλείου παρατηρούμε ότι μια μεγάλη απόσταση χωρίζει την αρχική του παραστατική γλυπτική με την αφηρη¬μένη. Όμως κάτι περίεργο. Η αιτία κάθε έργου του είναι κάποιο θέμα, κάποιο αντικείμενο, που έδωσε την αφορμή με την φόρμα του, να φθάσει, έπειτα από συνεχείς αφαιρέσεις των επί μέρους στοιχείων του, στην πιο απλή δυνατή φόρμα του. Και τούτο γιατί η αφαίρεση γίνεται από μια φυσική ανάγκη απλο¬ποίησης, χωρίς τούτο ν’ αποκλείει να σταματήσει στο συγκεκριμένο, αν τούτο τον ικανοποιεί σε κάποιο δεδομένο θέμα. Ακόμη μια πιο λεπτομερής εξέταση των δύο αυτών διισταμένων τεχνοτροπιών της εργασίας του, μας φανερώνει την ταυτότητα των αρετών του στη γλυπτική: ευαισθησία των όγκων και του συνό¬λου της μάζας, αλληλοεπίδραση των κοιλωμάτων και εξογκωμάτων, ρυθμική συνάρθρωση των επιπέδων, ενότητα στη σύλληψη της ιδέας.

Κοσμημένα με τα χαρίσματα αυτά, τα έργα του έχουν μια απερίγραπτη ομορφιά. Ο κορμός μιας νέας γυναίκας, με σφιχτοδεμένη σάρκα, που διαπερ¬νάται από ένα βαθύ αίσθημα, που πάνω του υπάρχει ένα θαυμάσιο πλάσιμο επιφανειών και είναι τόσο τέλειο στο στήσιμο του, τόσο δυνατό στην προβολή του, που λες πως το έπλασε η ίδια η φύση και του έδωσε ψυχή. Ο κορμός αυτός, που εξελικτικά έφθασε στις αφηρημένες φόρμες, προκαλεί την ίδια συγκίνηση με τις τελευταίες αυτές γιατί και σ’ αυτές συναντάς την τελειότητα της αρχιτε¬κτονικής δομής και της ρυθμικής διάρθρωσης των γραμμών.

Οι φόρμες του αναπτύσσονται κατά την πορεία της κατασκευής τους κάτω από μια αρμονία, που υπακούει σε φυσικούς νόμους. Έτσι, κι’ οι απλές φόρμες του είναι ζωντανές, έχουν μια ιδιαίτερη ομορφιά και δύναμη έκφρασης. Αυτή η ομορφιά έκφρασης, ευχαριστεί τις αισθήσεις ενώ συγχρόνως η δύναμη έκφρα¬σης, που έχει κάποιο πνευματικό περιεχόμενο, εισχωρεί βαθύτερα στην ανθρώ¬πινη ψυχή. Και το έργο τέχνης πρέπει για να συγκινεί πραγματικά, να συγκε¬ντρώνει αυτά τα δύο στοιχεία.

Από το σύνολο της εργασίας του, από τότε που ξεκίνησε μέχρι το θάνατο του στις 15 Δεκεμβρίου 1993, μπορούμε να πούμε, ότι ο Βασιλείου δεν έμεινε προσκολλημένος στο κλασικό, στην «κλειστή» και «βαρεία» ας πούμε φόρμα, που διδάχθηκε μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον και κατά την διάρκεια των σπου¬δών του στη Σχολή. Στην απλοποίηση της εργασίας του προχώρησε με θάρρος και σταθερότητα στην έρευνα του ωραίου με τη ρυθμική και αέναη κίνηση, που έθεσε τις ελλειπτικές γραμμές του γύρω από ανοίγματα, εφαρμόζοντας έτσι μια «ανοικτή» κι’ ελεύθερη φόρμα, ευκίνητη, ανάλαφρη κι’ αέρινη. Στις φόρμες του αυτές το στατικό στοιχείο απουσιάζει. Έχουν κίνηση και ελαφρότητα με τις καμπύλες και τις εναλλασσόμενες συγκρούσεις και δομές των γραμμών του, που δίνουν σωστές φωτοσκιάσεις. «Μ’ αυτή την αντίληψη -έλεγε- το ατομικό μου έργο κινείται μεταξύ του σήμερα και του αναμενόμενου αύριο κι’ οι απλο¬ποιημένες κλασικές φόρμες, αν και ξεκινούν από ένα οπτικό ερεθισμό, προσπαθούν να εκφράσουν ένα υπερβατικό όραμα, μια σταθερή αξία ζωής, που να μπορεί η ψυχή να αισθάνεται την λευτεριά της».

Ήταν για μένα, ομολογώ, όλα αυτά που πρωτοαντίκρυσα στο εργαστήρι του μια ειδική αποκάλυψη. Έβλεπα την εργασία αυτή σαν μια αυθόρμητη δραστή¬ρια χαρά του δημιουργού της, γεμάτη από ευφορία εικόνων, οι οποίες εκινούντο μετά δυνάμεως και τάξεως μεταξύ του ορατού και του φανταστικού.

Τον Βασιλείου είχα γνωρίσει μερικά χρόνια προ του θανάτου του και φυσι¬κά αγνοούσα τις λεπτομέρειες της καθόλου γλυπτικής του γιατί τύχαινε σπάνια να δω σε καμιά ομαδική έκθεση κανένα έργο του, μη μπορώντας έτσι να ολο¬κληρώσω υπεύθυνη γνώμη για την όλη εργασία του, αφού είναι γνωστό πόσο η σεμνότητα του τον κρατούσε μακριά από θορυβώδεις προβολές. Αφορμή να επισκεφθώ το εργαστήρι του ήταν ένα αφηρημένο έργο του με τσιμέντο σε Αρπική τεχνοτροπία, που παρουσίασε σε ομαδική έκθεση. Οι ελλειπτικές καμπύλες, οι οριζόντιες και κάθετες γραμμές του έργου συνέθεταν ένα ήρεμο, αρμονικό σύνολο, που προκαλούσε να το περιεργασθείς.

Ο Βασιλείου ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος, που ζωντάνευε με σύνεση τα οράματα του. Ανήσυχος ερευνητής για δημιουργία αναζήτησε με την αποκτη¬θείσα μεγάλη μακρόχρονη πείρα του νέες εκφραστικές προτάσεις. Σχηματοποίησε τις ανθρώπινες φόρμες του αφαιρώντας τους όγκους και δημιούργησε «σκιτσαρίσματα» ανθρώπινα, που έχουν μια ανάταση και χάρη. Δεν έχουν την φτώ¬χια της σάρκας των έργων του Giacometti, γιατί του Βασιλείου περιβάλλονται από ένα λεπτό στρώμα σάρκας ισορροπημένο στο σύνολο του. Σηκώνουν το ανάστημα τους μ’ ένα καινούργιο ρυθμό για να δώσουν ένα αρμονικό διάλογο γραμμών και αξόνων, που αφήνουν πάνω τους να παιγνιδίσει πλούσιο το φως, όταν περνά ανάμεσα από τα μεγάλα κενά.

Συνισταμένη όλων των εκφράσεων του συναντούμε στα τρία τελευταία έργα του σε Τηνιακό μάρμαρο, όπου με άφθαστη φαντασία και ευαισθησία, εκμε¬ταλλεύεται τα στρωσιγενή (άσπρο-γκρι) πετρώματα του μαρμάρου για να σμιλεύσει τρεις διαφορετικές φόρμες, που ζωντανεύουν τους στοχασμούς και τα οράματα της καλλιτεχνικής δημιουργικής του πορείας.

Αναγνώστες